- μινυρίζω
- (Α μινυρίζω)1. παραπονιέμαι με σιγανή φωνή, σιγοκλαίω, κλαψουρίζω («εμινύριζεν ακόμη η θρηνώδης φωνή τού βρέφους», Παπαδ.)2. τραγουδώ με σιγανή φωνή, σιγοτραγουδώ («ὅδ' αὖ μινυρίζων δεῡρό τις προσέρχεται», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λεξιλογική ομάδα μινυρός, μινυρίζω, μινύρομαι συνδέεται άμεσα με εκείνην τών κινυρός «θρηνώδης, γοερός», κινυρίζω, κινύρομαι «θρηνώ, οδύρομαι» (βλ. λ. κινυρός). Το λατ. minurrio «κλαψουρίζω» πρέπει να είναι δάνειο από την ελλ. σχηματισμένο κατά τον τύπο τού ligurrio (πρβλ. επίσης λ. μύρομαι)].
Dictionary of Greek. 2013.